- ζωοθυσία
- ζωοθυσία, ἡ (Α)1. θυσία ζώων2. σφαγή ζώων (για τροφή).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο … Dictionary of Greek
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ԿԵՆԴԱՆԱԶՈՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1085 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. ζωοθυσία victima constans animante Զոհ կենդանանեաց. կենդանւոյն զոհելն. *Յոլովք բազում անգամ կենդանազոհութիւնք եղեն. Նիւս. երգ.: *ի վերայ բագնացն արիւնահեղութիւնք եւ կենդանազոհութիւն դիւաց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)